ετοιμαστικός

ετοιμαστικός
ἑτοιμαστικός, -ή, -όν (Α) [ετοιμαστής]
αυτός που ετοιμάζει, που προπαρασκευάζει («ἑτοιμαστικὴ φωνή» — η φωνή που ετοιμάζει την ακοή τών ανθρώπων, Επιφάν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”